- ὄστινα
- ὄστινοςbone-pipesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όστινος — η, ο (Α ὄστινος, ίνη, ον) οστέϊνος αρχ. (το ουδ. πλήθ. ως ουσ.) τὰ ὄστινα αυλοί κατασκευασμένοι από οστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. ινος*, με αφαίρεση τής κατάλ. έον] … Dictionary of Greek